16 Ιαν 2009
Να μιλήσουμε με τα παιδιά...
Όλες αυτές τις ημέρες που η Αθήνα κατέστη θύμα της καταστροφικής οργής των κουκουλοφόρων, ακούω ως το πλέον απόλυτο κλισέ της δημοσιογραφίας και της main stream πολιτικής ότι «πρέπει να μιλήσουμε με τα παιδιά», ότι «πρέπει να ακούσουμε τα παιδιά», ότι πρόκειται περί αυθόρμητης νεανικής εξέγερσης που πρέπει να κατανοήσουμε τα αίτιά της, ότι η νέα γενιά διαμαρτύρεται γιατί εμείς οι μεγάλοι της «κλέψαμε το μέλλον της» και τα γνωστά που λίγο-πολύ παρακολουθήσαμε όλοι ως μονότονο μάντρα των ημερών.
Συγχωρέστε μου αν αποκλίνω από το γενικό κλίμα αυτομαστιγώματος και αυτοταπείνωσης αλλά οφείλω να κάνω κάποιες παρατηρήσεις:
1) Η έννοια «νέα γενιά» έχει ένα μόνο εννοιολογικό χαρακτηριστικό: την νεότητα, το νεαρό της ηλικίας. Δεν έχει άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Επομένως νέα γενιά είναι και όσοι δεν έσπασαν μαγαζιά, δεν κατέλαβαν σχολεία, δεν έκαψαν σημαίες, δεν έκαναν πλιάτσικο, δεν διαδήλωσαν. Νέα γενιά δεν είναι μόνο οι αριστεροί, αλλά και οι δεξιοί, οι χριστιανοί, οι συντηρητικοί. Είναι και όσοι κάνουν αθλητισμό και δεν κάνουν ναρκωτικά, είναι και όσοι διαβάζουν, είναι και όσοι αριστεύουν, είναι και όσοι και όσες είναι στο μεροκάματο, είναι και όσοι τα πάνε καλά με τους γονείς τους και ζουν ευτυχισμένοι στο σπίτι τους. Για την περίπτωση που το ξεχνάμε, υπενθυμίζω ότι υπάρχουν και «κανονικοί» άνθρωποι, όσο απίστευτο και αν φαίνεται αυτό. Άρα όσοι αποπειρώνται να μιλήσουν εν ονόματι της νέας γενιάς συνολικά είναι φανφαρολόγοι και ψεύτες διότι δεν μπορείς να μιλάς εν ονόματι μιας ηλικιακής κατηγορίας, η οποία όμως δεν έχει άλλα ενοποιητικά στοιχεία.
2) Όσοι λένε ότι πρέπει να μιλήσουμε και να ακούσουμε την νέα γενιά, υποθέτω ότι εννοούν να ακούσουμε και να μιλήσουμε με όσους ειρηνικά διαδήλωσαν και διαμαρτυρήθηκαν και όχι με όσους λεηλάτησαν και έκαψαν. Διότι αν εννοούν το δεύτερο θα διαπιστώσουν ότι είναι τελείως αδύνατον, διότι οι χούλιγκανοι, δεν έχουν να πουν κάτι, οι δε ιδεολόγοι αναρχικοί που τα σπάνε με πρόγραμμα και άψογα και είναι ένα βήμα προ του αντάρτικου πόλεων προφανώς δεν περιμένουν να πειστούν από μία διαλεκτική διαδικασία: ήδη βρίσκονται πέραν αυτής. Τι μας μένει: η διαδήλωση των παιδιών. Όμως όσα εξ αυτών είναι ενταγμένα σε κομματικές νεολαίες, εκφράζονται μέσα από τα κόμματά τους και οι απόψεις τους υποθέτω ότι ακούγονται, γιατί αν δεν ακούγονται, τότε τι κάθονται και κάνουν στις κομματικές νεολαίες; Αν όμως αφαιρέσουμε χουλιγκάνους, αναρχικούς και κομματικές νεολαίες, τότε τι ακριβώς μας μένει από την νέα γενιά που πρέπει να ακουστεί;
3) Να μιλήσουμε με τα παιδιά και να ακούσουμε τα παιδιά, καμία αντίρρηση. Αρκεί όλοι να διατηρούμε το μέτρο της σοβαρότητάς μας. Οι ανήλικοι δεν έχουν καν πολιτικά δικαιώματα, οι μετέφηβοι δεν έχουν καν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι μέχρι την ηλικία των 25 ετών. Προφανώς πρέπει και να μιλάμε και να ακούμε, αλλά κυρίως οι γονείς, τα σχολεία, τα πανεπιστήμια, τα κόμματα, η οργανωμένη κοινωνία, η πολιτεία οφείλουν να διδάσκουν την νεολαία. Αν δεν την διδάσκουν καλά, κάτι που προφανώς εν προκειμένω συμβαίνει, βεβαίως και θα μιλήσουμε και θα ακούσουμε, αλλά πρωτίστως μεταξύ μας: δηλ. οι γονείς μεταξύ τους για το τι δεν πάει καλά με το παιδί τους, οι δάσκαλοι μεταξύ τους για το τι δεν πάει καλά στο σχολείο τους, οι πολιτικοί για τι δεν πάει καλά γενικώς. Δεν είναι δυνατόν όμως να καταστήσουμε εφήβους και ανηλίκους οργανικό κομμάτι της συζητήσεως αυτής, εκτός και αν φαντασιωνόμαστε την πολιτιστική επανάσταση του Μάο.
4) Όσο δε για την χαμένη γενιά των 700 ευρώ, θα θυμηθώ ένα παράδειγμα: αυτό του Αθανάσιου Κονταξή, ο οποίος έφτασε, αν δεν κάνω λάθος, Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και συνέγραψε έναν σχολιασμένο Ποινικό Κώδικα. Προ δε του προλόγου, έχει μία αφιέρωση: «Στην μάνα μου, που δεν άφησε χωράφι άσκαφτο για να με μεγαλώσει και να με κάνει άνθρωπο». Προφανώς ο κ. Κονταξής, από το χωριό του δεν σκέφτηκε την έλλειψη υλικοτεχνικών υποδομών και διδακτικού προσωπικού του διθέσιου (υποθέτω) σχολείου του, ούτε βέβαια το γεγονός ότι δεν είχε δωρεάν γυμναστήριο, η δε μητέρα του κου Κονταξή, αντί να κλαίει την κακή της μοίρα που την έκανε εργάτρια γης, έψαχνε να βρει κι άλλο ξένο χωράφι να οργώσει για να γίνει το παιδί της «άνθρωπος». Κι εκείνος δεν σκέφτηκε το δύσκολο το μέλλον ενός φτωχού αγροτόπαιδου του 1940 και 1950, αλλά πάσχισε να γίνει άνθρωπος και έγινε πράγματι κορυφαίος δικαστικός και νομικός επιστήμονας. Προφανώς κάποιοι δεν έγιναν. Και προφανώς υπάρχουν αδικίες και δυσκολίες και πράγματα που μας θυμώνουν. Όπως υπήρχαν και τότε. Τότε όμως υπήρχαν κάποιοι που αντί να κλαίνε την μοίρα τους και να τα καίνε και να τα σπάνε, πάλευαν για την προκοπή τους, σεβόντουσαν τους γονείς τους και με τον τρόπο αυτόν βοηθούσαν και την πατρίδα τους. Όπως υπάρχουν και τώρα. Εγώ λοιπόν προτιμώ να είμαι με αυτούς και να παλεύουμε να φτιάξουμε τον τόπο μας καλλίτερο όσο μπορούμε. Στους άλλους αφήνουμε την γκρίνια και την κλάψα, όχι των ηττημένων της ζωής, μα αυτών που δεν προσπάθησαν καν. Ήδη παραιτήθηκαν από τα δεκαεπτά τους. Τι κρίμα!
--------------------------------------------------------------------------------
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 27ης Δεκεμβρίου 2008 της εφημερίδας «Αξία».
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου