Συγκυβέρνηση ΛΑ.Ο.Σ. - Ν.Δ.: «επανάσταση» ή συμβιβασμός;
του Χρήστου Χαρίτου μέλους της Κεντρικής Επιτροπής του ΛΑ.Ο.Σ.
Ένα χρόνο μετά τις εκλογές και την είσοδο του ΛΑ.Ο.Σ. στην Βουλή και στο πολιτικό σκηνικό της πατρίδος μας διαφαίνεται η αδυναμία συγκροτήσεως αυτοδυνάμου κυβερνήσεως στις επόμενες εκλογές, συνέπεια του εκλογικού νόμου αλλά, κυρίως, της πτώσεως των εκλογικών ποσοστών του δικομματισμού. Ήδη στην Αριστερά εξυφαίνεται μετ’ επιτάσεως το σενάριο εκλογικής συνεργασίας ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν είναι τυχαίο ότι σε δημοσκοπήσεις εμφανίζεται πλέον και η εκλογική δυναμική αυτής της συνεργασίας. Μην ξεχνάμε ότι με τον νόμο Σκανδαλίδη που θα διεξαχθούν οι επόμενες εκλογές οι εκλογικοί συνασπισμοί πριμοδοτούνται κανονικά σε έδρες, όπως το πρώτο κόμμα. Με τον νόμο Παυλόπουλου αυτό αλλάζει, αλλά αυτός ο νόμος ισχύει από τις μεθεπόμενες εκλογές.
Αν στον χώρο της Αριστεράς λοιπόν οι ζυμώσεις για το σχήμα ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ είναι μία καθημερινή άσκηση, πιστεύω ότι θα πρέπει να γίνει κάτι αντίστοιχο και στην Δεξιά. Νομίζω ότι εδώ θα πρέπει να τοποθετηθούμε επάνω στην κυβερνητική προοπτική του ΛΑ.Ο.Σ. Να αναλύσουμε τα δεδομένα, να καταγράψουμε τις ιδεολογικές και πολιτικές παραμέτρους και να λάβουμε υπεύθυνα θέση. Τρία ερωτήματα ανακύπτουν:
αν θέλουμε να συμμετέχουμε σε μία κυβέρνηση συνεργασίας
με ποιες προϋποθέσεις και
με ποιο κόμμα
Θα προσπαθήσω να απαντήσω ευθέως σε αυτά τα ερωτήματα.
Πρώτον, σκοπός κάθε κόμματος είναι η διακυβέρνηση της χώρας, να επηρεάσει την νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, να υλοποιήσει τις ιδεολογικές και πολιτικές του προτεραιότητες. Αυτό το κάνεις είτε λαμβάνοντας την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, είτε συμμετέχοντας σε ένα κυβερνητικό σχήμα. Το πρώτο προϋποθέτει ποσοστά της τάξεως του 40-45%. Για εμάς, στην παρούσα φάση, υπάρχει μόνο η δυνατότητα συμμετοχής σε έναν ευρύτερο ιδεολογικο-πολιτικό πόλο, προκειμένου να προωθήσουμε την πολιτική μας ατζέντα σε ένα κυβερνητικό επίπεδο.
Θα υπάρξει ενδεχομένως μία ένσταση από συναγωνιστές μας, οι οποίοι θα προτάξουν την «ιδεολογική καθαρότητα», η οποία δεν μας επιτρέπει να συμπράξουμε με ένα κόμμα του πολιτικού κατεστημένου. Να πω το εξής, για εμένα η «ιδεολογική καθαρότητα» δεν προστατεύεται σε «καθεστώς εργαστηρίου», απομονωμένη στους τέσσερις τοίχους ενός εντύπου ή μίας ιστοσελίδος. Η «ιδεολογική καθαρότητα» προστατεύεται όταν υπάρχει διακριτή ιδεολογική ταυτότητα, συνειδητοποιημένα στελέχη και ξεκάθαρο πολιτικό πρόγραμμα, βάσει του οποίου θα επιδιωχθεί η κυβερνητική σύγκλιση.
Αν υπάρχουν αυτά, τότε θα οδηγήσεις την κυβέρνηση σε μία πατριωτική κατεύθυνση. Εάν όχι, τότε φυσικά θα μετατραπείς σε ουρά του συστήματος. Το τι θα γίνει εξαρτάται αποκλειστικώς από εμάς και όχι από τις διαθέσεις της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ, με ότι αυτό σημαίνει στην πράξη. Αντί λοιπόν να φοβόμαστε ότι θα γίνουμε «ουρά του συστήματος», γιατί δεν συζητάμε τους τρόπους με τους οποίους θα οδηγήσουμε το πολιτικό σύστημα σε μία εθνική πορεία; Εκεί θα φανούν οι δικές μας δυνατότητες και εκεί θα μετρηθούν οι δικές μας ευθύνες.
Το δεύτερο ερώτημα είναι το σημαντικότερο: οι προϋποθέσεις της συνεργασίας. Εδώ για εμένα υπάρχει μόνο ο δρόμος της προγραμματικής συγκλίσεως. Μία ξεκάθαρη πολιτική ατζέντα, επάνω στην υλοποίηση της οποίας θα δεσμευθεί η όποια κυβέρνηση. Για τον πατριωτικό χώρο οι προτεραιότητες είναι δεδομένες:
σθεναρή στάση στα εθνικά θέματα
ουσιαστική αντιμετώπιση του τουρκικού επεκτατισμού
δραστικά μέτρα ανασχέσεως της μεταναστεύσεως και προστασίας της εθνικής κοινωνίας
ανάδειξη της εθνικής παιδείας και του εθνικού πολιτισμού
οικονομικά μέτρα υπέρ των λαϊκών τάξεων
ισορροπημένη πολιτική με τις Βρυξέλλες
Αυτή η προγραμματική συμφωνία δεν είναι συμφωνία κάτω από το τραπέζι. Θα πρέπει να δημοσιοποιηθεί πλήρως στον ελληνικό λαό, να είναι ενυπόγραφη μεταξύ των αρχηγών των κομμάτων που την συμφωνούν και να αποτελεί την κόκκινη γραμμή για την επιβίωση της κυβερνήσεως. Δηλαδή, αν παραβιασθεί, τότε είναι ξεκάθαρο ότι η κυβέρνηση θα πέσει και θα οδηγηθούμε σε εκλογές. Δεν θα υπάρχουν ψιλά γράμματα, θα είναι γραμμένη και με σύστημα Braille για να την βλέπουν και να την διαβάζουν ακόμη και οι τυφλοί.
Κάποιοι θα αναρωτηθούν: μα θα υπογράψει, για παράδειγμα, η Νέα Δημοκρατία μία τέτοια συμφωνία με τον Λαϊκό Ορθόδοξο Συναγερμό; Απαντώ: δικό της πρόβλημα. Αν δεν οδηγηθεί προς αυτή την κατεύθυνση, ας αναλάβει την ευθύνη να εξηγήσει στον λαό τους λόγους που την εμποδίζουν να ακολουθήσει μία πατριωτική πολιτική. Ή, αν της είναι πιο εύκολο, ας συζητήσει με το ΠΑΣΟΚ για μία κυβέρνηση Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ, τύπου Γερμανίας. Και στις επόμενες εκλογές το ποσοστό του ΛΑ.Ο.Σ. θα είναι 15%.
Άλλοι θα ρωτήσουν, τι θα γίνει αν η Ν.Δ. δεν στηρίξει με συνέπεια στην πράξη την συμπεφωνημένη κυβερνητική πολιτική; Αν δεν το κάνει, θα καταγγελθεί από εμάς η κυβερνητική συνεργασία, θα εξηγηθούν επαρκώς στον Ελληνικό λαό ποιες αρχές δεν τήρησε με δική της υπαιτιότητα η Ν.Δ. και θα οδηγηθούμε σε εκλογές. Απλά και εύκολα. Εμείς θα είμαστε καθ’ όλα εντάξει με τους ψηφοφόρους μας και τον ελληνικό λαό, χωρίς σκιές.
Προφανώς, αυτές οι προτεραιότητες χρειάζονται μεγαλύτερη εξειδίκευση, αλλά και συμφωνία στο ποια πρόσωπα θα τις υλοποιήσουν. Τα πρόσωπα έχουν την σημασία τους, στον βαθμό που έχει επιτευχθεί προηγουμένως μία ειλικρινής προγραμματική συμφωνία. Δεν πιστεύω, για παράδειγμα, ότι η κ. Παπακώστα η οποία έφερε στην Βουλή πρόταση για να κατοχυρωθεί συνταγματικώς η ψήφος των μεταναστών στις εκλογές θα μπορέσει να εφαρμόσει μία αντι-μεταναστευτική πολιτική. Ούτε ο κ. Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης αποτελεί φερέγγυα λύση στην αντιμετώπιση του τουρκικού επεκτατισμού. Οι τομείς που έχουν ιδιαιτέρα βαρύτητα για εμάς θα πρέπει να στελεχωθούν από βουλευτές του ΛΑ.Ο.Σ ή από άτομα αμοιβαίας αποδοχής.
Το τρίτο ερώτημα είναι με ποιον; Νομίζω ότι αν υπάρχει μία πιθανότητα συνεργασίας είναι με την Νέα Δημοκρατία. Και αυτό όχι γιατί η Ν.Δ. έχει πατριωτικά διαπιστευτήρια, αλλά γιατί ο κόσμος που την ψηφίζει έχει ως βάση την «δεξιά» και μοιράζεται με εμάς πατριωτικές ευαισθησίες. Μπορεί η κομματική ιεραρχία της Ν.Δ. να επιμένει φιλελεύθερα και κοσμοπολιτικά, ο κόσμος της όμως έχει μία βιωματικά εθνοκεντρική στάση ζωής. Και για αυτό η Ν.Δ. αναγκάζεται συνεχώς να μεταμφιεύει την πολιτική της, προσπαθώντας να διατηρεί ένα δεξιό-πατριωτικό περίβλημα. Δεν βλέπω κάτι αντίστοιχο στον χώρο του ΠΑΣΟΚ.
Προσθέτω δε, ότι αν εφαρμοσθεί με συνέπεια και παρρησία αυτή η πολιτική, τότε το Πατριωτικό Κίνημα και ο ΛΑ.Ο.Σ. θα αποτελέσουν πηγή έλξεως όχι μόνο για τους ψηφοφόρους της Ν.Δ., αλλά και σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα που βρίσκονται τώρα σε άλλους πολιτικούς χώρους. Και για αυτό, αυτό το σενάριο δεν είναι επικίνδυνο για εμάς, αλλά για τις ισορροπίες του δικομματικού κατεστημένου. Η Νέα Δημοκρατία θα πρέπει να το απεύχεται, όχι εμείς. Όλα αυτά θα συμβούν, το επαναλαμβάνω, από την στιγμή που εμείς έχουμε μία ξεκάθαρη ιδεολογική και πολιτική τοποθέτηση επάνω στο κυβερνητικό πρόγραμμα.
Οι Άγγλοι λένε το γνωστό «it's easier said than done», δηλ. εύκολα το λες αλλά δύσκολα γίνεται. Συμφωνώ. Με την διαφορά ότι και εδώ δεν χρειάζεται να ανακαλύψουμε την Αμερική. Τα Πατριωτικά Κινήματα που ακολούθησαν μία συνεπή πορεία κυβερνητικής συνεργασίας με την κεντροδεξιά προσέφεραν στην πατρίδα τους και στο κοινωνικό σύνολο.
Παράδειγμα το Λαϊκό κόμμα της Δανίας και το κόμμα της Προόδου της Νορβηγίας. Παραδείγματα προς αποφυγή είναι ο Χάϊντερ στην Αυστρία και η μετάλλαξη του Φίνι στην Ιταλία, αν και ο τελευταίος χρήζει μεγαλύτερης αναλύσεως. Εκεί πάντως που τα κόμματα της ριζοσπαστικής Δεξιάς υπερασπίσθηκαν την ιδεολογία και το πολιτικό τους πρόγραμμα επιβραβεύθηκαν από τον λαό και το εκλογικό σώμα.
Οι κίνδυνοι
Υπάρχουν κίνδυνοι σε αυτή την προοπτική; Βεβαίως. Υπάρχει ο κίνδυνος να ρίξουμε νερό στο κρασί μας, να αφεθεί σε δεύτερη μοίρα η εφαρμογή του προγράμματος, να μας κτυπήσει η αρρώστια του κυβερνητισμού, να μηδίσουν βουλευτές και στελέχη μας, να γίνουμε μέρος του προβλήματος και του πολιτικού κατεστημένου, να απογυμνώσουμε τον πατριωτισμό από τα ριζοσπαστικά του γνωρίσματα, ενσωματώνοντάς τον στο σύστημα.
Ναι, όλα αυτά ισχύουν. Αλλά, δεν κατάλαβα, για να μείνουν πιστά τα στελέχη μας πρέπει να τα κρύβουμε από τα άλλα κόμματα; Τότε έχουμε λάθος στελέχη. Φοβούνται να υλοποιήσουν στην κυβέρνηση μέτρα κατά της μεταναστεύσεως; Ποιους φοβούνται και γιατί; Αν φοβούνται την Ελευθεροτυπία και τον κ. Αλαβάνο διάλεξαν λάθος πολιτικό χώρο για να αγωνισθούν. Ανακάλυψαν την «κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας»; Στο καλό και με την νίκη, δεν θα μας λείψουν καθόλου. Το Πατριωτικό Κίνημα θα βρει τους ανθρώπους που θα υλοποιήσουν την εθνική πολιτική.
Ο Λένιν στην Αθήνα
Αυτές τις σκέψεις τις μοιράσθηκα με κάποιους συναγωνιστές. Ήσαν αρκετά διστακτικοί. Από την μία η απέχθεια απέναντι στο πολιτικό σύστημα, από την άλλη ακούσθηκαν απόψεις ότι είναι νωρίς ακόμα, δεν είμαστε έτοιμοι για την διακυβέρνηση της Ελλάδος, δεν έχουν ωριμάσει οι συνθήκες, μας λείπουν αρκετά στελέχη, θα υπάρξει μεγάλο κόστος αν αποτύχει το εγχείρημα.
Θα τους απαντήσω με το «Κράτος και Επανάσταση» του Λένιν. «Εμείς, γράφει ο Λένιν, δεν είμαστε ουτοπιστές. Δεν ονειρευόμαστε ότι θα τα βγάλουμε πέρα μονομιάς. Αυτά τα αναρχικά ονειροπολήματα χρησιμεύουν μόνο για την αναβολή της σοσιαλιστικής επανάστασης, μέχρι τότε που θα γίνουν αλλιώτικοι οι άνθρωποι. Όχι, εμείς θέλουμε την σοσιαλιστική επανάσταση τώρα, με τους ανθρώπους που έχουμε».
Οι Έλληνες εθνικιστές δεν χρειάζονται για να επισημάνουν την υποτέλεια του πολιτικού συστήματος. Το κάνουν και άλλοι αυτό. Ο ρόλος μας είναι να βρούμε τους τρόπους για να υλοποιήσουμε μία πατριωτική πολιτική. Και να μην ξεχάσουμε ποτέ ότι είμαστε εθνικιστές επειδή το επιλέξαμε, όχι διότι δεν μας προσεφέρθη μία καρέκλα να καθίσουμε στο πολιτικό παλκοσένικο.
Ο δικός μας ρόλος
Η κατάθεση αυτών των σκέψεων στο Patria έχει ως σκοπό να προβληματίσει το στελεχιακό δυναμικό του Πατριωτικού Κινήματος. Να μας ξεβολέψει από τις εύκολες λύσεις, να θέσει στόχους και οδικούς χάρτες για μία προοπτική αλλαγής της κυβερνητικής πολιτικής. Αλλά και να επισημάνει ότι η όποια κυβερνητική συνεργασία περνάει μέσα από την προγραμματική σύγκλιση. Και αυτή είναι κάτι το πολύ συγκεκριμένο, δεν είναι ένα γενικό ευχολόγιο ή εκδήλωση καλών προθέσεων. Και πρέπει να είμαστε έτοιμοι, ανά πάσα στιγμή, να ρίξουμε την κυβέρνηση, αν αυτή αποκλίνει από τις προγραμματικές της εξαγγελίες.
Ένα χρόνο πριν είχαμε στόχο την είσοδο στην βουλή. Επιτεύχθη. Οι στόχοι τώρα ανεβαίνουν, πρέπει να παγιώσουμε την πολιτική μας παρουσία, να αυξήσουμε το ποσοστό και τους βουλευτές μας, να εκπέμψουμε ένα ευκρινέστερο ιδεολογικό σήμα, να εκπροσωπήσουμε μεγαλύτερα τμήματα του Ελληνικού λαού. Κινούμαστε προς αυτή την κατεύθυνση σε όλα τα επίπεδα. Η φοιτητική οργάνωση του ΛΑ.Ο.Σ. συμμετείχε εφέτος σε 17 σχολές έναντι 3 πριν ένα έτος. Ακόμη και οι επιθέσεις εναντίον των βιβλιοπωλείων του Άδωνι Γεωργιάδη, του Γιάννη Γιαννάκενα, του Γιάννη Σχοινά, δείχνουν την δύναμη των εθνικών ιδεών.
Όλα αυτά όμως πρέπει να συγκλίνουν σε ένα σκοπό: την άσκηση της εξουσίας. Και αυτό όχι ως αυτοσκοπό, αλλά ως προϋπόθεση υλοποιήσεως μίας πατριωτικής πολιτικής, προς όφελος του λαού και του έθνους. Όσο πιο σύντομα γίνει αυτό τόσο το καλύτερο για την Ελλάδα. Αν αφήσουμε τις συγκυρίες να μας προσπεράσουν δεν ξέρω πότε θα τις ξανασυναντήσουμε.
Διότι εγώ θέλω να προωθήσω τον εθνικισμό τώρα, με τους ανθρώπους που έχουμε και στο πολιτικό περιβάλλον στο οποίο ζούμε. Δεν θα περιμένω πότε θα «ωριμάσουν» οι συνθήκες για την «Εθνική Επανάσταση», γιατί δεν θα ωριμάσουν ποτέ περιμένοντας, ή πότε θα αποφασίσουν να επιστρέψουν οι Έψιλον στην Γη. Θα πρέπει σήμερα να υπερασπισθούμε την εθνική ανεξαρτησία. Εμείς και όχι οι «συνθήκες», σήμερα και όχι στο απώτερο μέλλον, συμπαρασύροντας μαζί μας ακόμη και τμήματα του πολιτικού συστήματος.
Πιστοί στο σύνθημα «ρήξη και ανατροπή». Διότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανατροπή από το να «αναγκάσεις» την ελληνική κυβέρνηση να σκέπτεται και να δρα πατριωτικά. Αν το πετύχουμε, θα αλλάξουμε την προδιαγεγραμμένη μοίρα του Ελληνικού Έθνους.
του Χρήστου Χαρίτου μέλους της Κεντρικής Επιτροπής του ΛΑ.Ο.Σ.
Ένα χρόνο μετά τις εκλογές και την είσοδο του ΛΑ.Ο.Σ. στην Βουλή και στο πολιτικό σκηνικό της πατρίδος μας διαφαίνεται η αδυναμία συγκροτήσεως αυτοδυνάμου κυβερνήσεως στις επόμενες εκλογές, συνέπεια του εκλογικού νόμου αλλά, κυρίως, της πτώσεως των εκλογικών ποσοστών του δικομματισμού. Ήδη στην Αριστερά εξυφαίνεται μετ’ επιτάσεως το σενάριο εκλογικής συνεργασίας ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν είναι τυχαίο ότι σε δημοσκοπήσεις εμφανίζεται πλέον και η εκλογική δυναμική αυτής της συνεργασίας. Μην ξεχνάμε ότι με τον νόμο Σκανδαλίδη που θα διεξαχθούν οι επόμενες εκλογές οι εκλογικοί συνασπισμοί πριμοδοτούνται κανονικά σε έδρες, όπως το πρώτο κόμμα. Με τον νόμο Παυλόπουλου αυτό αλλάζει, αλλά αυτός ο νόμος ισχύει από τις μεθεπόμενες εκλογές.
Αν στον χώρο της Αριστεράς λοιπόν οι ζυμώσεις για το σχήμα ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ είναι μία καθημερινή άσκηση, πιστεύω ότι θα πρέπει να γίνει κάτι αντίστοιχο και στην Δεξιά. Νομίζω ότι εδώ θα πρέπει να τοποθετηθούμε επάνω στην κυβερνητική προοπτική του ΛΑ.Ο.Σ. Να αναλύσουμε τα δεδομένα, να καταγράψουμε τις ιδεολογικές και πολιτικές παραμέτρους και να λάβουμε υπεύθυνα θέση. Τρία ερωτήματα ανακύπτουν:
αν θέλουμε να συμμετέχουμε σε μία κυβέρνηση συνεργασίας
με ποιες προϋποθέσεις και
με ποιο κόμμα
Θα προσπαθήσω να απαντήσω ευθέως σε αυτά τα ερωτήματα.
Πρώτον, σκοπός κάθε κόμματος είναι η διακυβέρνηση της χώρας, να επηρεάσει την νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, να υλοποιήσει τις ιδεολογικές και πολιτικές του προτεραιότητες. Αυτό το κάνεις είτε λαμβάνοντας την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, είτε συμμετέχοντας σε ένα κυβερνητικό σχήμα. Το πρώτο προϋποθέτει ποσοστά της τάξεως του 40-45%. Για εμάς, στην παρούσα φάση, υπάρχει μόνο η δυνατότητα συμμετοχής σε έναν ευρύτερο ιδεολογικο-πολιτικό πόλο, προκειμένου να προωθήσουμε την πολιτική μας ατζέντα σε ένα κυβερνητικό επίπεδο.
Θα υπάρξει ενδεχομένως μία ένσταση από συναγωνιστές μας, οι οποίοι θα προτάξουν την «ιδεολογική καθαρότητα», η οποία δεν μας επιτρέπει να συμπράξουμε με ένα κόμμα του πολιτικού κατεστημένου. Να πω το εξής, για εμένα η «ιδεολογική καθαρότητα» δεν προστατεύεται σε «καθεστώς εργαστηρίου», απομονωμένη στους τέσσερις τοίχους ενός εντύπου ή μίας ιστοσελίδος. Η «ιδεολογική καθαρότητα» προστατεύεται όταν υπάρχει διακριτή ιδεολογική ταυτότητα, συνειδητοποιημένα στελέχη και ξεκάθαρο πολιτικό πρόγραμμα, βάσει του οποίου θα επιδιωχθεί η κυβερνητική σύγκλιση.
Αν υπάρχουν αυτά, τότε θα οδηγήσεις την κυβέρνηση σε μία πατριωτική κατεύθυνση. Εάν όχι, τότε φυσικά θα μετατραπείς σε ουρά του συστήματος. Το τι θα γίνει εξαρτάται αποκλειστικώς από εμάς και όχι από τις διαθέσεις της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ, με ότι αυτό σημαίνει στην πράξη. Αντί λοιπόν να φοβόμαστε ότι θα γίνουμε «ουρά του συστήματος», γιατί δεν συζητάμε τους τρόπους με τους οποίους θα οδηγήσουμε το πολιτικό σύστημα σε μία εθνική πορεία; Εκεί θα φανούν οι δικές μας δυνατότητες και εκεί θα μετρηθούν οι δικές μας ευθύνες.
Το δεύτερο ερώτημα είναι το σημαντικότερο: οι προϋποθέσεις της συνεργασίας. Εδώ για εμένα υπάρχει μόνο ο δρόμος της προγραμματικής συγκλίσεως. Μία ξεκάθαρη πολιτική ατζέντα, επάνω στην υλοποίηση της οποίας θα δεσμευθεί η όποια κυβέρνηση. Για τον πατριωτικό χώρο οι προτεραιότητες είναι δεδομένες:
σθεναρή στάση στα εθνικά θέματα
ουσιαστική αντιμετώπιση του τουρκικού επεκτατισμού
δραστικά μέτρα ανασχέσεως της μεταναστεύσεως και προστασίας της εθνικής κοινωνίας
ανάδειξη της εθνικής παιδείας και του εθνικού πολιτισμού
οικονομικά μέτρα υπέρ των λαϊκών τάξεων
ισορροπημένη πολιτική με τις Βρυξέλλες
Αυτή η προγραμματική συμφωνία δεν είναι συμφωνία κάτω από το τραπέζι. Θα πρέπει να δημοσιοποιηθεί πλήρως στον ελληνικό λαό, να είναι ενυπόγραφη μεταξύ των αρχηγών των κομμάτων που την συμφωνούν και να αποτελεί την κόκκινη γραμμή για την επιβίωση της κυβερνήσεως. Δηλαδή, αν παραβιασθεί, τότε είναι ξεκάθαρο ότι η κυβέρνηση θα πέσει και θα οδηγηθούμε σε εκλογές. Δεν θα υπάρχουν ψιλά γράμματα, θα είναι γραμμένη και με σύστημα Braille για να την βλέπουν και να την διαβάζουν ακόμη και οι τυφλοί.
Κάποιοι θα αναρωτηθούν: μα θα υπογράψει, για παράδειγμα, η Νέα Δημοκρατία μία τέτοια συμφωνία με τον Λαϊκό Ορθόδοξο Συναγερμό; Απαντώ: δικό της πρόβλημα. Αν δεν οδηγηθεί προς αυτή την κατεύθυνση, ας αναλάβει την ευθύνη να εξηγήσει στον λαό τους λόγους που την εμποδίζουν να ακολουθήσει μία πατριωτική πολιτική. Ή, αν της είναι πιο εύκολο, ας συζητήσει με το ΠΑΣΟΚ για μία κυβέρνηση Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ, τύπου Γερμανίας. Και στις επόμενες εκλογές το ποσοστό του ΛΑ.Ο.Σ. θα είναι 15%.
Άλλοι θα ρωτήσουν, τι θα γίνει αν η Ν.Δ. δεν στηρίξει με συνέπεια στην πράξη την συμπεφωνημένη κυβερνητική πολιτική; Αν δεν το κάνει, θα καταγγελθεί από εμάς η κυβερνητική συνεργασία, θα εξηγηθούν επαρκώς στον Ελληνικό λαό ποιες αρχές δεν τήρησε με δική της υπαιτιότητα η Ν.Δ. και θα οδηγηθούμε σε εκλογές. Απλά και εύκολα. Εμείς θα είμαστε καθ’ όλα εντάξει με τους ψηφοφόρους μας και τον ελληνικό λαό, χωρίς σκιές.
Προφανώς, αυτές οι προτεραιότητες χρειάζονται μεγαλύτερη εξειδίκευση, αλλά και συμφωνία στο ποια πρόσωπα θα τις υλοποιήσουν. Τα πρόσωπα έχουν την σημασία τους, στον βαθμό που έχει επιτευχθεί προηγουμένως μία ειλικρινής προγραμματική συμφωνία. Δεν πιστεύω, για παράδειγμα, ότι η κ. Παπακώστα η οποία έφερε στην Βουλή πρόταση για να κατοχυρωθεί συνταγματικώς η ψήφος των μεταναστών στις εκλογές θα μπορέσει να εφαρμόσει μία αντι-μεταναστευτική πολιτική. Ούτε ο κ. Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης αποτελεί φερέγγυα λύση στην αντιμετώπιση του τουρκικού επεκτατισμού. Οι τομείς που έχουν ιδιαιτέρα βαρύτητα για εμάς θα πρέπει να στελεχωθούν από βουλευτές του ΛΑ.Ο.Σ ή από άτομα αμοιβαίας αποδοχής.
Το τρίτο ερώτημα είναι με ποιον; Νομίζω ότι αν υπάρχει μία πιθανότητα συνεργασίας είναι με την Νέα Δημοκρατία. Και αυτό όχι γιατί η Ν.Δ. έχει πατριωτικά διαπιστευτήρια, αλλά γιατί ο κόσμος που την ψηφίζει έχει ως βάση την «δεξιά» και μοιράζεται με εμάς πατριωτικές ευαισθησίες. Μπορεί η κομματική ιεραρχία της Ν.Δ. να επιμένει φιλελεύθερα και κοσμοπολιτικά, ο κόσμος της όμως έχει μία βιωματικά εθνοκεντρική στάση ζωής. Και για αυτό η Ν.Δ. αναγκάζεται συνεχώς να μεταμφιεύει την πολιτική της, προσπαθώντας να διατηρεί ένα δεξιό-πατριωτικό περίβλημα. Δεν βλέπω κάτι αντίστοιχο στον χώρο του ΠΑΣΟΚ.
Προσθέτω δε, ότι αν εφαρμοσθεί με συνέπεια και παρρησία αυτή η πολιτική, τότε το Πατριωτικό Κίνημα και ο ΛΑ.Ο.Σ. θα αποτελέσουν πηγή έλξεως όχι μόνο για τους ψηφοφόρους της Ν.Δ., αλλά και σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα που βρίσκονται τώρα σε άλλους πολιτικούς χώρους. Και για αυτό, αυτό το σενάριο δεν είναι επικίνδυνο για εμάς, αλλά για τις ισορροπίες του δικομματικού κατεστημένου. Η Νέα Δημοκρατία θα πρέπει να το απεύχεται, όχι εμείς. Όλα αυτά θα συμβούν, το επαναλαμβάνω, από την στιγμή που εμείς έχουμε μία ξεκάθαρη ιδεολογική και πολιτική τοποθέτηση επάνω στο κυβερνητικό πρόγραμμα.
Οι Άγγλοι λένε το γνωστό «it's easier said than done», δηλ. εύκολα το λες αλλά δύσκολα γίνεται. Συμφωνώ. Με την διαφορά ότι και εδώ δεν χρειάζεται να ανακαλύψουμε την Αμερική. Τα Πατριωτικά Κινήματα που ακολούθησαν μία συνεπή πορεία κυβερνητικής συνεργασίας με την κεντροδεξιά προσέφεραν στην πατρίδα τους και στο κοινωνικό σύνολο.
Παράδειγμα το Λαϊκό κόμμα της Δανίας και το κόμμα της Προόδου της Νορβηγίας. Παραδείγματα προς αποφυγή είναι ο Χάϊντερ στην Αυστρία και η μετάλλαξη του Φίνι στην Ιταλία, αν και ο τελευταίος χρήζει μεγαλύτερης αναλύσεως. Εκεί πάντως που τα κόμματα της ριζοσπαστικής Δεξιάς υπερασπίσθηκαν την ιδεολογία και το πολιτικό τους πρόγραμμα επιβραβεύθηκαν από τον λαό και το εκλογικό σώμα.
Οι κίνδυνοι
Υπάρχουν κίνδυνοι σε αυτή την προοπτική; Βεβαίως. Υπάρχει ο κίνδυνος να ρίξουμε νερό στο κρασί μας, να αφεθεί σε δεύτερη μοίρα η εφαρμογή του προγράμματος, να μας κτυπήσει η αρρώστια του κυβερνητισμού, να μηδίσουν βουλευτές και στελέχη μας, να γίνουμε μέρος του προβλήματος και του πολιτικού κατεστημένου, να απογυμνώσουμε τον πατριωτισμό από τα ριζοσπαστικά του γνωρίσματα, ενσωματώνοντάς τον στο σύστημα.
Ναι, όλα αυτά ισχύουν. Αλλά, δεν κατάλαβα, για να μείνουν πιστά τα στελέχη μας πρέπει να τα κρύβουμε από τα άλλα κόμματα; Τότε έχουμε λάθος στελέχη. Φοβούνται να υλοποιήσουν στην κυβέρνηση μέτρα κατά της μεταναστεύσεως; Ποιους φοβούνται και γιατί; Αν φοβούνται την Ελευθεροτυπία και τον κ. Αλαβάνο διάλεξαν λάθος πολιτικό χώρο για να αγωνισθούν. Ανακάλυψαν την «κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας»; Στο καλό και με την νίκη, δεν θα μας λείψουν καθόλου. Το Πατριωτικό Κίνημα θα βρει τους ανθρώπους που θα υλοποιήσουν την εθνική πολιτική.
Ο Λένιν στην Αθήνα
Αυτές τις σκέψεις τις μοιράσθηκα με κάποιους συναγωνιστές. Ήσαν αρκετά διστακτικοί. Από την μία η απέχθεια απέναντι στο πολιτικό σύστημα, από την άλλη ακούσθηκαν απόψεις ότι είναι νωρίς ακόμα, δεν είμαστε έτοιμοι για την διακυβέρνηση της Ελλάδος, δεν έχουν ωριμάσει οι συνθήκες, μας λείπουν αρκετά στελέχη, θα υπάρξει μεγάλο κόστος αν αποτύχει το εγχείρημα.
Θα τους απαντήσω με το «Κράτος και Επανάσταση» του Λένιν. «Εμείς, γράφει ο Λένιν, δεν είμαστε ουτοπιστές. Δεν ονειρευόμαστε ότι θα τα βγάλουμε πέρα μονομιάς. Αυτά τα αναρχικά ονειροπολήματα χρησιμεύουν μόνο για την αναβολή της σοσιαλιστικής επανάστασης, μέχρι τότε που θα γίνουν αλλιώτικοι οι άνθρωποι. Όχι, εμείς θέλουμε την σοσιαλιστική επανάσταση τώρα, με τους ανθρώπους που έχουμε».
Οι Έλληνες εθνικιστές δεν χρειάζονται για να επισημάνουν την υποτέλεια του πολιτικού συστήματος. Το κάνουν και άλλοι αυτό. Ο ρόλος μας είναι να βρούμε τους τρόπους για να υλοποιήσουμε μία πατριωτική πολιτική. Και να μην ξεχάσουμε ποτέ ότι είμαστε εθνικιστές επειδή το επιλέξαμε, όχι διότι δεν μας προσεφέρθη μία καρέκλα να καθίσουμε στο πολιτικό παλκοσένικο.
Ο δικός μας ρόλος
Η κατάθεση αυτών των σκέψεων στο Patria έχει ως σκοπό να προβληματίσει το στελεχιακό δυναμικό του Πατριωτικού Κινήματος. Να μας ξεβολέψει από τις εύκολες λύσεις, να θέσει στόχους και οδικούς χάρτες για μία προοπτική αλλαγής της κυβερνητικής πολιτικής. Αλλά και να επισημάνει ότι η όποια κυβερνητική συνεργασία περνάει μέσα από την προγραμματική σύγκλιση. Και αυτή είναι κάτι το πολύ συγκεκριμένο, δεν είναι ένα γενικό ευχολόγιο ή εκδήλωση καλών προθέσεων. Και πρέπει να είμαστε έτοιμοι, ανά πάσα στιγμή, να ρίξουμε την κυβέρνηση, αν αυτή αποκλίνει από τις προγραμματικές της εξαγγελίες.
Ένα χρόνο πριν είχαμε στόχο την είσοδο στην βουλή. Επιτεύχθη. Οι στόχοι τώρα ανεβαίνουν, πρέπει να παγιώσουμε την πολιτική μας παρουσία, να αυξήσουμε το ποσοστό και τους βουλευτές μας, να εκπέμψουμε ένα ευκρινέστερο ιδεολογικό σήμα, να εκπροσωπήσουμε μεγαλύτερα τμήματα του Ελληνικού λαού. Κινούμαστε προς αυτή την κατεύθυνση σε όλα τα επίπεδα. Η φοιτητική οργάνωση του ΛΑ.Ο.Σ. συμμετείχε εφέτος σε 17 σχολές έναντι 3 πριν ένα έτος. Ακόμη και οι επιθέσεις εναντίον των βιβλιοπωλείων του Άδωνι Γεωργιάδη, του Γιάννη Γιαννάκενα, του Γιάννη Σχοινά, δείχνουν την δύναμη των εθνικών ιδεών.
Όλα αυτά όμως πρέπει να συγκλίνουν σε ένα σκοπό: την άσκηση της εξουσίας. Και αυτό όχι ως αυτοσκοπό, αλλά ως προϋπόθεση υλοποιήσεως μίας πατριωτικής πολιτικής, προς όφελος του λαού και του έθνους. Όσο πιο σύντομα γίνει αυτό τόσο το καλύτερο για την Ελλάδα. Αν αφήσουμε τις συγκυρίες να μας προσπεράσουν δεν ξέρω πότε θα τις ξανασυναντήσουμε.
Διότι εγώ θέλω να προωθήσω τον εθνικισμό τώρα, με τους ανθρώπους που έχουμε και στο πολιτικό περιβάλλον στο οποίο ζούμε. Δεν θα περιμένω πότε θα «ωριμάσουν» οι συνθήκες για την «Εθνική Επανάσταση», γιατί δεν θα ωριμάσουν ποτέ περιμένοντας, ή πότε θα αποφασίσουν να επιστρέψουν οι Έψιλον στην Γη. Θα πρέπει σήμερα να υπερασπισθούμε την εθνική ανεξαρτησία. Εμείς και όχι οι «συνθήκες», σήμερα και όχι στο απώτερο μέλλον, συμπαρασύροντας μαζί μας ακόμη και τμήματα του πολιτικού συστήματος.
Πιστοί στο σύνθημα «ρήξη και ανατροπή». Διότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανατροπή από το να «αναγκάσεις» την ελληνική κυβέρνηση να σκέπτεται και να δρα πατριωτικά. Αν το πετύχουμε, θα αλλάξουμε την προδιαγεγραμμένη μοίρα του Ελληνικού Έθνους.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο τεύχος 13 (Σεπτέμβριος 2008) του μηνιαίου περιοδικού Patria.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου